- τύφωσις
- τύφωσις [pron. full] [ῡ], εως, ἡ,A crazy vanity, Tz.H.10.571.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύφωσις — τύ̱φωσις , τύφωσις crazy vanity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύφωση — η / τύφωσις, ώσεως, ΝΜ [τυφῶ] νεοελλ. ιατρ. πυρετική κατάσταση κατά την δευτερογενή περίοδο τών βαρύτατων μορφών σύφιλης μσν. έπαρση, ματαιοδοξία … Dictionary of Greek
τυφώσεως — τῡφώσεω̆ς , τύφωσις crazy vanity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)